- πυροφθόρος
- πῡρο-φθόρος, ον,A wheat-destroying,
νοῦσος IG3.171
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νοῦσος IG3.171
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυροφθόρος — ον, Α αυτός που φθείρει, που καταστρέφει το σιτάρι («πυροφθόρος νοῡσος», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ανδρο φθόρος, οικο φθόρος] … Dictionary of Greek
πυροφθόρον — πυροφθόρος wheat destroying masc/fem acc sg πυροφθόρος wheat destroying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)